-
1 виза
виза ж η βίζα, η θεώρηση· \виза на въезд (на выезд) η βίζα εισόδου ( η άδεια για αναχώρηση)· выдать (получить) \визау χορηγώ ( παίρνω) βίζα* * *жη βίζα, η θεώρησηви́за на въезд (на вы́езд) — η βίζα εισόδου (η άδεια για αναχώρηση)
вы́дать (получи́ть) ви́зу — χορηγώ (παίρνω) βίζα
См. также в других словарях:
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σλήμαν, Ερρίκος — (Schliemann). Γερμανός αρχαιολόγος (Νοϋμπούκω, Μεκλεμβούργο 1822 Νεάπολη 1890). Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νόυστερλιτς εργάστηκε πέντε χρόνια ως υπάλληλος σε παντοπωλείο κι έπειτα μπήκε στο πλήρωμα ενός πλοίου… … Dictionary of Greek
Κυδωνίες — I Η ελληνική ονομασία της μικρασιατικής πόλης Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalik, 34.500 κάτ. το 2000) στην επαρχία της Τουρκίας Μπαλικεσίρ, απέναντι από τη Μυτιλήνη. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αι. από αποίκους της Λέσβου. Έπειτα από επιτυχείς προσπάθειες… … Dictionary of Greek